ταβερνιάρηδες

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού

ταβερνιάρηδες

  1. ταβερνιάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. ταβερνιάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. ταβερνιάρης, στην κλητική του πληθυντικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.