τίλμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τίλμα < τίλλω

Ουσιαστικό

τίλμα ουδέτερο

  1. το στουπί στη ναυτική γλώσσα

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τίλμα < τίλλω

Ουσιαστικό

τίλμα ουδέτερο

  1. το χνούδι, το ξάσμα, το ξαντό, αυτό που έχει αποσπαστεί ή μαδηθεί, τα πολύ μικρά θραύσματα, τα ψήγματα

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.