τίγρεως
Νέα ελληνικά (el)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τίγρεως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) γενική ενικού του τίγρις
- άλλες μορφές: τίγριος, τίγριδος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.