τέλεξ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τέλεξ < αγγλική telex < tele(printer) + ex(change)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈte.leks/
Ουσιαστικό
τέλεξ ουδέτερο άκλιτο
- δίκτυο για την μετάδοση μηνυμάτων μέσω τηλετύπων
- τηλέτυπο που χρησιμοποιείται σε τέτοιο δίκτυο
- (συνεκδοχικά) χαρτί με εκτυπωμένο μήνυμα που έχει σταλεί με τα παραπάνω μέσα, ή/και το μήνυμα το ίδιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.