σύγκαιρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σύγκαιρα < ελληνιστική κοινή σύγκαιρ(ος) + νεοελληνική κατάληξη επιρρημάτων [1] Δείτε σύγ- (συν), καιρός

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɟe.ɾa /
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύγκαιρα
παλιότερος συλλαβισμός: σύγκαιρα

Επίρρημα

σύγκαιρα

  1. εγκαίρως, τη σωστή ώρα
  2. συγχρόνως

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.