σχετικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σχετικοποίηση | οι | σχετικοποιήσεις |
| γενική | της | σχετικοποίησης* | των | σχετικοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | σχετικοποίηση | τις | σχετικοποιήσεις |
| κλητική | σχετικοποίηση | σχετικοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σχετικοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σχετικοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σχετικοποίηση θηλυκό
- η απώλεια του απόλυτου χαρακτήρα μιας ιδέας, ενός αντικειμένου, κ.α. και η σύγκρισή του με κάτι παρεμφερές, παρόμοιο ή με την τοποθέτησή του σε ένα γενικότερο πλαίσιο
Μεταφράσεις
σχετικοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.