σχεδιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σχεδιαστικός | η | σχεδιαστική | το | σχεδιαστικό |
| γενική | του | σχεδιαστικού | της | σχεδιαστικής | του | σχεδιαστικού |
| αιτιατική | τον | σχεδιαστικό | τη | σχεδιαστική | το | σχεδιαστικό |
| κλητική | σχεδιαστικέ | σχεδιαστική | σχεδιαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σχεδιαστικοί | οι | σχεδιαστικές | τα | σχεδιαστικά |
| γενική | των | σχεδιαστικών | των | σχεδιαστικών | των | σχεδιαστικών |
| αιτιατική | τους | σχεδιαστικούς | τις | σχεδιαστικές | τα | σχεδιαστικά |
| κλητική | σχεδιαστικοί | σχεδιαστικές | σχεδιαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σχεδιαστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
σχεδιαστικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.