συρματόπλεχτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συρματόπλεχτος η συρματόπλεχτη το συρματόπλεχτο
      γενική του συρματόπλεχτου της συρματόπλεχτης του συρματόπλεχτου
    αιτιατική τον συρματόπλεχτο τη συρματόπλεχτη το συρματόπλεχτο
     κλητική συρματόπλεχτε συρματόπλεχτη συρματόπλεχτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συρματόπλεχτοι οι συρματόπλεχτες τα συρματόπλεχτα
      γενική των συρματόπλεχτων των συρματόπλεχτων των συρματόπλεχτων
    αιτιατική τους συρματόπλεχτους τις συρματόπλεχτες τα συρματόπλεχτα
     κλητική συρματόπλεχτοι συρματόπλεχτες συρματόπλεχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συρματόπλεχτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

συρματόπλεχτος, -η, -ο και συρματόπλεκτος

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.