συριακά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | συριακά | ||
| γενική | των | συριακών | ||
| αιτιατική | τα | συριακά | ||
| κλητική | συριακά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
συριακά < συριακός
Επίρρημα
συριακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) διάλεκτος της μέσης αραμαϊκής που εμφανίστηκε τον 1ο αιώνα και μιλήθηκε στη Μέση Ανατολή περίπου από τον 4ο έως τον 8ο αιώνα. Γραφή, με το συριακό αλφάβητο, παραλλαγή του αραμαϊκού αλφαβήτου
Συνώνυμα
- συριακή αραμαϊκή γλώσσα
- κλασική συριακή
Σημειώσεις
- κωδικός: syc
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.