συρίττω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
συρίττω
- παράγω συριγμό, εκφέρω συριστικό ήχο
- για αναπνευστικό πρόβλημα, ήχο σύριγγας ή άλλου πνευστού, ήχο φιδιού, υψίσυχνο ήχο (όχι στιγμιαίο)
- συρίσσω
- συρίζω
Πηγές
- συρίττω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.