συνταγματολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | συνταγματολόγος | οι | συνταγματολόγοι |
| γενική | του/της | συνταγματολόγου | των | συνταγματολόγων |
| αιτιατική | τον/τη | συνταγματολόγο | τους/τις | συνταγματολόγους |
| κλητική | συνταγματολόγε | συνταγματολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνταγματολόγος < σύνταγμα, συντάγματ(ος) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό
συνταγματολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) νομικός επιστήμονας που έχει ειδικευτεί στο συνταγματικό δίκαιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.