συνεπιφέρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνεπιφέρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
συνεπιφέρω
- έχω ως αποτέλεσμα, συνεπάγομαι, είμαι η αιτία και δημιουργώ, προξενώ μια κατάσταση
Μεταφράσεις
συνεπιφέρω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.