συνδιακύμανση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνδιακύμανση οι συνδιακυμάνσεις
      γενική της συνδιακύμανσης* των συνδιακυμάνσεων
    αιτιατική τη συνδιακύμανση τις συνδιακυμάνσεις
     κλητική συνδιακύμανση συνδιακυμάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδιακυμάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

συνδιακύμανση < συν- + διακύμανση  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

συνδιακύμανση θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.