συναιτιότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συναιτιότητα | οι | συναιτιότητες |
| γενική | της | συναιτιότητας | των | συναιτιοτήτων |
| αιτιατική | τη | συναιτιότητα | τις | συναιτιότητες |
| κλητική | συναιτιότητα | συναιτιότητες | ||
| Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος. | ||||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συναιτιότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συναιτι(ότης) (μαρτυρείται από το 1840) [1] + -ότητα [2] ή απόδοση για τη γαλλική complicité. [3] Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + αιτιότητα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ne.tiˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ναι‐τι‐ό‐τη‐τα
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐αι‐τι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
συναιτιότητα θηλυκό
- συνώνυμο του συνυπευθυνότητα
- (νομικός όρος) συνώνυμο του συνυπαιτιότητα
Μεταφράσεις
συναιτιότητα
|
→ δείτε τις λέξεις συνυπευθυνότητα και συνυπαιτιότητα |
Αναφορές
- σελ. 951, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- συναιτιότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συναιτιότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.