συμποσιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμποσιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
συμποσιάζω
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συμποσιάζω | συμποσίαζα | θα συμποσιάζω | να συμποσιάζω | συμποσιάζοντας | |
| β' ενικ. | συμποσιάζεις | συμποσίαζες | θα συμποσιάζεις | να συμποσιάζεις | συμποσίαζε | |
| γ' ενικ. | συμποσιάζει | συμποσίαζε | θα συμποσιάζει | να συμποσιάζει | ||
| α' πληθ. | συμποσιάζουμε | συμποσιάζαμε | θα συμποσιάζουμε | να συμποσιάζουμε | ||
| β' πληθ. | συμποσιάζετε | συμποσιάζατε | θα συμποσιάζετε | να συμποσιάζετε | συμποσιάζετε | |
| γ' πληθ. | συμποσιάζουν(ε) | συμποσίαζαν συμποσιάζαν(ε) |
θα συμποσιάζουν(ε) | να συμποσιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συμποσίασα | θα συμποσιάσω | να συμποσιάσω | συμποσιάσει | ||
| β' ενικ. | συμποσίασες | θα συμποσιάσεις | να συμποσιάσεις | συμποσίασε | ||
| γ' ενικ. | συμποσίασε | θα συμποσιάσει | να συμποσιάσει | |||
| α' πληθ. | συμποσιάσαμε | θα συμποσιάσουμε | να συμποσιάσουμε | |||
| β' πληθ. | συμποσιάσατε | θα συμποσιάσετε | να συμποσιάσετε | συμποσιάστε | ||
| γ' πληθ. | συμποσίασαν συμποσιάσαν(ε) |
θα συμποσιάσουν(ε) | να συμποσιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συμποσιάσει | είχα συμποσιάσει | θα έχω συμποσιάσει | να έχω συμποσιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συμποσιάσει | είχες συμποσιάσει | θα έχεις συμποσιάσει | να έχεις συμποσιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συμποσιάσει | είχε συμποσιάσει | θα έχει συμποσιάσει | να έχει συμποσιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συμποσιάσει | είχαμε συμποσιάσει | θα έχουμε συμποσιάσει | να έχουμε συμποσιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συμποσιάσει | είχατε συμποσιάσει | θα έχετε συμποσιάσει | να έχετε συμποσιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συμποσιάσει | είχαν συμποσιάσει | θα έχουν συμποσιάσει | να έχουν συμποσιάσει |
| |
Μεταφράσεις
συμποσιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.