συμπληρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμπληρωμένος | η | συμπληρωμένη | το | συμπληρωμένο |
| γενική | του | συμπληρωμένου | της | συμπληρωμένης | του | συμπληρωμένου |
| αιτιατική | τον | συμπληρωμένο | τη | συμπληρωμένη | το | συμπληρωμένο |
| κλητική | συμπληρωμένε | συμπληρωμένη | συμπληρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμπληρωμένοι | οι | συμπληρωμένες | τα | συμπληρωμένα |
| γενική | των | συμπληρωμένων | των | συμπληρωμένων | των | συμπληρωμένων |
| αιτιατική | τους | συμπληρωμένους | τις | συμπληρωμένες | τα | συμπληρωμένα |
| κλητική | συμπληρωμένοι | συμπληρωμένες | συμπληρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμπληρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συμπληρώνω
Μεταφράσεις
συμπληρωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.