συμπεριληπτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμπεριληπτικότητα | οι | συμπεριληπτικότητες |
| γενική | της | συμπεριληπτικότητας | των | συμπεριληπτικοτήτων |
| αιτιατική | τη | συμπεριληπτικότητα | τις | συμπεριληπτικότητες |
| κλητική | συμπεριληπτικότητα | συμπεριληπτικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπεριληπτικότητα < συμπεριληπτικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική inclusiveness[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /sim.be.ri.li.ptiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπε‐ρι‐λη‐πτι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
συμπεριληπτικότητα θηλυκό
- (λόγιο, νεολογισμός) η έλλειψη αποκλεισμών, διακρίσεων, η συμμετοχή και συνεργασία όλων ανεξαιρέτως, η ιδιότητα του συμπεριληπτικού
Μεταφράσεις
συμπεριληπτικότητα
- συμπεριληπτικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.