συμπεριληπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπεριληπτικός η συμπεριληπτική το συμπεριληπτικό
      γενική του συμπεριληπτικού της συμπεριληπτικής του συμπεριληπτικού
    αιτιατική τον συμπεριληπτικό τη συμπεριληπτική το συμπεριληπτικό
     κλητική συμπεριληπτικέ συμπεριληπτική συμπεριληπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπεριληπτικοί οι συμπεριληπτικές τα συμπεριληπτικά
      γενική των συμπεριληπτικών των συμπεριληπτικών των συμπεριληπτικών
    αιτιατική τους συμπεριληπτικούς τις συμπεριληπτικές τα συμπεριληπτικά
     κλητική συμπεριληπτικοί συμπεριληπτικές συμπεριληπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμπεριληπτικός < μεσαιωνική ελληνική συμπεριληπτικός[1] < αρχαία ελληνική συμπεριλαμβάνω < περιλαμβάνω < λαμβάνω
(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική inclusive[2] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική inclusif[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /sim.be.ri.li.ptiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμπεριληπτικός

Επίθετο

συμπεριληπτικός, -ή, -ό

  1. (λόγιο) που συμπεριλαμβάνει
  2. (λόγιο) που περιλαμβάνει όλους χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. συμπεριληπτικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. συμπεριληπτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.