συζευγνύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συζευγνύω < αρχαία ελληνική συζεύγνυμι
Ρήμα
συζευγνύω, στ.μέλλ.: θα συζεύξω, αόρ.: συνέζευξα, παθ.φωνή: συζευγνύομαι, μτχ.π.π.: συζευγμένος (οι εξακολουθητικοί χρόνοι δεν είναι εύχρηστοι)
Μεταφράσεις
συζευγνύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.