συγκεκριμενοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
συγκεκριμενοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκεκριμενοποιώ
- θα συγκεκριμενοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκεκριμενοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
συγκεκριμενοποιήσεις θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.