στύβω την πέτρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις στύβω και πέτρα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsti.vo tim‿ˈbe.tɾa/

Έκφραση

στύβω την πέτρα

  • (λαϊκότροπο) έχω εκπληκτική δύναμη, τα καταφέρνω πολύ καλά (θα έπαιρνα ζουμί ακόμη κι από μία πέτρα)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.