στρυχνισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρυχνισμός οι στρυχνισμοί
      γενική του στρυχνισμού των στρυχνισμών
    αιτιατική τον στρυχνισμό τους στρυχνισμούς
     κλητική στρυχνισμέ στρυχνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρυχνισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική strychninism < ελληνιστική κοινή στρύχνος

Ουσιαστικό

στρυχνισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.