στρατοχωροφυλακή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στρατοχωροφυλακή | οι | στρατοχωροφυλακές |
| γενική | της | στρατοχωροφυλακής | των | στρατοχωροφυλακών |
| αιτιατική | τη | στρατοχωροφυλακή | τις | στρατοχωροφυλακές |
| κλητική | στρατοχωροφυλακή | στρατοχωροφυλακές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρατοχωροφυλακή < στρατο- + χωροφυλακή
Προφορά
- ΔΦΑ : /stɾa.to.xo.ɾo.fi.laˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐το‐χω‐ρο‐φυ‐λα‐κή
Ουσιαστικό
στρατοχωροφυλακή θηλυκό
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.