στρατοφύλαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| στρατοφῠλᾰκ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ | στρατοφύλαξ | οἱ | στρατοφύλακες | ||||
| γενική | τοῦ | στρατοφύλακος | τῶν | στρατοφυλάκων | ||||
| δοτική | τῷ | στρατοφύλακῐ | τοῖς | στρατοφύλαξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | στρατοφύλακᾰ | τοὺς | στρατοφύλακᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | στρατοφύλαξ | στρατοφύλακες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στρατοφύλακε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | στρατοφυλάκοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- στρατοφύλαξ < στρατο- + -φύλαξ
Ουσιαστικό
στρατοφύλαξ, -ᾰκος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (επάγγελμα, στρατιωτικός βαθμός) στρατιωτικός διοικητής
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 15.1, 46 @perseus.tufts.edu @wikisource
- παρέχει δὲ τὰ μὲν ὅπλα τοῖς στρατιώταις ὁ στρατοφύλαξ, τὰς δὲ ναῦς μισθοῦ τοῖς πλέουσιν ὁ ναύαρχος καὶ τοῖς ἐμπόροις.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Ἀρριανός, Ἰνδική, 12.7 @scaife.perseus
- ἔνθεν οἵ τε ἄρχοντες αὐτοῖσιν ἐπιλέγονται καὶ ὅσοι νόμαρχοι καὶ ὕπαρχοι καὶ θησαυροφύλακές τε καὶ στρατοφύλακες, ναύαρχοί τε καὶ ταμίαι καὶ τῶν κατὰ γεωργίην ἔργων ἐπιστάται.
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 15.1, 46 @perseus.tufts.edu @wikisource
Πηγές
- στρατοφύλαξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρατοφύλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.