στρατοπεδάρχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατοπεδάρχης οι στρατοπεδάρχες
      γενική του στρατοπεδάρχη των στρατοπεδαρχών
    αιτιατική τον στρατοπεδάρχη τους στρατοπεδάρχες
     κλητική στρατοπεδάρχη στρατοπεδάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρατοπεδάρχης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στρατοπεδάρχης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε στρατόπεδ(ο) + -άρχης (< άρχω)

Προφορά

ΔΦΑ : /stɾa.to.peˈðaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρατοπεδάρχης

Ουσιαστικό

στρατοπεδάρχης αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Δείτε

Ετυμολογία

στρατοπεδάρχης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στρατοπεδάρχης. Συγχρονικά αναλύεται σε στρατόπεδ(ον) + -άρχης

Ουσιαστικό

στρατοπεδάρχης αρσενικό

  • (στρατιωτικός βαθμός) τίτλος ανώτερου αξιωματικού στη βυζαντινή στρατιωτική ιεραρχία, όπως επικεφαλής εκστρατείας, στρατηγός, στρατηλάτης
      14/15ος αιώνας, Ψευδο-Γεώργιος Κωδινός Κουροπαλάτης, Περὶ ὀφφικιαλίων... καὶ περὶ τῶν ὀφφικίων, (Επιμ. Bekker, Codinini Curopalatae, De officialibus, Βόννη, 1839, σελ.42
    στρατοπεδάρχης τῶν τζακόνων ἐπιμελεῖται τῶν εἰς τὰ κάστρα εὑρισκομένων φυλάξεων, οἵτινες τζάκονες ὀνομάζονται.

Σημειώσεις

  • Ο «μέγας στρατοπεδάρχης» ήταν ανώτερος ιεραρχικά του «στρατοπεδάρχη»



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στρατοπεδάρχης οἱ στρατοπεδάρχαι
      γενική τοῦ στρατοπεδάρχου τῶν στρατοπεδαρχῶν
      δοτική τῷ στρατοπεδάρχ τοῖς στρατοπεδάρχαις
    αιτιατική τὸν στρατοπεδάρχην τοὺς στρατοπεδάρχᾱς
     κλητική ! στρατοπεδάρχ στρατοπεδάρχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρατοπεδάρχ
γεν-δοτ τοῖν  στρατοπεδάρχαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρατοπεδάρχης < αρχαία ελληνική στρατόπεδ(ον) + -άρχης (< ἄρχω), μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική praefectus castrorum < praefectus (αξιωματικός) & γενική πληθυντικού του ουδετέρου castrum (φρούριο).

Ουσιαστικό

στρατοπεδάρχης [στρᾰτοπεδᾰρχης] αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.