στρατιωτικοποιήσεως
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
στρατιωτικοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του στρατιωτικοποίηση
- εναλλακτικά: στρατιωτικοποίησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.