στρας
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στρας < (λόγιο δάνειο) γαλλική strass[1] < από το όνομα του Αυστριακού κοσμηματοποιού Strasser
Ουσιαστικό
στρας ουδέτερο άκλιτο
- κομμάτι από γυαλί εμποτισμένο με μόλυβδο, που χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία για απομίμηση πολύτιμων λίθων
- (συνεκδοχικά) κόσμημα που αποτελείται κυρίως από τέτοιο υλικό
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός για κάτι φανταχτερό, συνήθως και ευτελές
Παράγωγα
- στρασάκι
Μεταφράσεις
- στρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.