στραμπουλίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /stɾam.buˈli.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στραμπουλίζομαι

Ρήμα

στραμπουλίζομαι, π.αόρ.: στραμπουλίχτηκα, μτχ.π.π.: στραμπουλιγμένος, (ενεργ.: στραμπουλίζω)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.