στρίγγλα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στρίγγλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στρίγγλα θηλυκό

  1. (μυθολογία) στοιχειό της λαϊκής παράδοσης
  2. πολύ ιδιότροπη γυναίκα
η στρίγγλα που έγινε αρνάκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.