στομφός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | στομφός | ἡ | στομφή | τὸ | στομφόν |
| γενική | τοῦ/τῆς | στομφοῦ | τῆς | στομφῆς | τοῦ | στομφοῦ |
| δοτική | τῷ/τῇ | στομφῷ | τῇ | στομφῇ | τῷ | στομφῷ |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | στομφόν | τὴν | στομφήν | τὸ | στομφόν |
| κλητική ὦ! | στομφέ | στομφή | στομφόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | στομφοί | αἱ | στομφαί | τὰ | στομφᾰ́ |
| γενική | τῶν | στομφῶν | τῶν | στομφῶν | τῶν | στομφῶν |
| δοτική | τοῖς/ταῖς | στομφοῖς | ταῖς | στομφαῖς | τοῖς | στομφοῖς |
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | στομφούς | τὰς | στομφᾱ́ς | τὰ | στομφᾰ́ |
| κλητική ὦ! | στομφοί | στομφαί | στομφᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στομφώ | τὼ | στομφᾱ́ | τὼ | στομφώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | στομφοῖν | τοῖν | στομφαῖν | τοῖν | στομφοῖν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'κολοβός' όπως «κολοβός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στομφός < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στόμφος
Πηγές
- στομφός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- μορφολογία@perseus.tufts.edu
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.