στοιχειομετρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στοιχειομετρικός η στοιχειομετρική το στοιχειομετρικό
      γενική του στοιχειομετρικού της στοιχειομετρικής του στοιχειομετρικού
    αιτιατική τον στοιχειομετρικό τη στοιχειομετρική το στοιχειομετρικό
     κλητική στοιχειομετρικέ στοιχειομετρική στοιχειομετρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στοιχειομετρικοί οι στοιχειομετρικές τα στοιχειομετρικά
      γενική των στοιχειομετρικών των στοιχειομετρικών των στοιχειομετρικών
    αιτιατική τους στοιχειομετρικούς τις στοιχειομετρικές τα στοιχειομετρικά
     κλητική στοιχειομετρικοί στοιχειομετρικές στοιχειομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στοιχειομετρικός < στοιχειομετρ(ία) + -ικός (μαρτυρείται από το 1834)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sti.çi.o.me.tɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στοιχειομετρικός

Επίθετο

στοιχειομετρικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: στοιχειομετρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.