στηλίτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | στηλίτης | οἱ | στηλῖται |
| γενική | τοῦ | στηλίτου | τῶν | στηλιτῶν |
| δοτική | τῷ | στηλίτῃ | τοῖς | στηλίταις |
| αιτιατική | τὸν | στηλίτην | τοὺς | στηλίτᾱς |
| κλητική ὦ! | στηλῖτᾰ | στηλῖται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στηλίτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | στηλίταιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
στηλίτης αρσενικό (θηλυκό στηλῖτις)
- κάποιος του οποίου το όνομα γραφόταν σε στήλη για στιγματισμό και διασυρμό
Πηγές
- στηλίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.