στεντ
Νέα ελληνικά (el)

στεντ
Ετυμολογία
- στεντ < (λόγιο δάνειο) αγγλική stent < από το όνομα του οδοντιάτρου Charles Stent
Ουσιαστικό
στεντ άκλιτο
- (καρδιολογία, ιατρική) μεταλλικός ή πλαστικός σωλήνας που εισάγεται σε αρτηρία, φλέβα, ουρητήρα, χοληδόχο πόρο ή άλλη δομή με σκοπό να κρατήσει τη δομή ανοιχτή
Συνώνυμα
- ενδοπρόθεση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.