στεντ

Νέα ελληνικά (el)

στεντ

Ετυμολογία

στεντ < (λόγιο δάνειο) αγγλική stent < από το όνομα του οδοντιάτρου Charles Stent

Ουσιαστικό

στεντ άκλιτο

  • (καρδιολογία, ιατρική) μεταλλικός ή πλαστικός σωλήνας που εισάγεται σε αρτηρία, φλέβα, ουρητήρα, χοληδόχο πόρο ή άλλη δομή με σκοπό να κρατήσει τη δομή ανοιχτή
      «έγινε πρωτογενής αγγειοπλαστική τοποθετήθηκε στεντ, το γνωστό μας μπαλονάκι δηλαδή...» (Δημήτρης Στεφανάκης, Ευτυχισμένες οικογένειες, εκδ. Μεταίχμιο )

Συνώνυμα

  • ενδοπρόθεση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.