στενοχωρίη

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

στενοχωρίη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στενοχωρίη θηλυκό

  • ιωνικός τύπος του στενοχωρία
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἀδένων, (De glandulis), 16, p. 572, @scaife.perseus
    Τοῖσι δὲ ἄῤῥεσι καὶ ἡ στενοχωρίη καὶ ἡ πυκνότης τοῦ σώματος μέγα συμβάλλεται μὴ εἶναι μεγάλας τὰς ἀδένας·

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.