στειρώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

στειρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στειρώνω
  2. θα στειρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στειρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

στειρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στείρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.