στεγανώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στεγανώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στεγανῶς < αρχαία ελληνική στεγανός. Συγχρονικά αναλύεται σε στεγαν(ός) + -ώς.

Επίρρημα

στεγανώς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.