σταφιδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταφιδικός η σταφιδική το σταφιδικό
      γενική του σταφιδικού της σταφιδικής του σταφιδικού
    αιτιατική τον σταφιδικό τη σταφιδική το σταφιδικό
     κλητική σταφιδικέ σταφιδική σταφιδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταφιδικοί οι σταφιδικές τα σταφιδικά
      γενική των σταφιδικών των σταφιδικών των σταφιδικών
    αιτιατική τους σταφιδικούς τις σταφιδικές τα σταφιδικά
     κλητική σταφιδικοί σταφιδικές σταφιδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σταφιδικός < σταφίς

Επίθετο

σταφιδικός

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.