σταυραδέρφι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σταυραδέρφι < σταυρ- + αδέλφι
Ουσιαστικό
σταυραδέρφι ουδέτερο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Συγγενικά
- σταυραδελφός
- σταυραδελφή
- σταυραδερφή
- σταυροπατέρας
- σταυρομάνα
- σταυρογιός
- σταυροθειά
- σταυρομπάρμπας
Μεταφράσεις
σταυραδέρφι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.