στίμμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στίμμῐ τὰ στίμμη - στίμμε
      γενική τοῦ στίμμῐος - στίμμεως
& στίμμιδος
τῶν στιμμέων
      δοτική τῷ στίμμει τοῖς στίμμεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ στίμμῐ τὰ στίμμη - στίμμε
     κλητική ! στίμμῐ στίμμη - στίμμε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στίμμει
γεν-δοτ τοῖν  στιμμέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'στίμμι' όπως «στίμμι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στίμμι < αρχαία αιγυπτιακή stm
sDmmir

Ουσιαστικό

στίμμι ουδέτερο

Συγγενικά

  • στιμμίζω / στιμίζω
  • στίμμισμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.