στίμμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | στίμμῐ | τὰ | στίμμη - στίμμεᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | στίμμῐος - στίμμεως & στίμμιδος |
τῶν | στιμμέων | ||||
| δοτική | τῷ | στίμμει | τοῖς | στίμμεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | στίμμῐ | τὰ | στίμμη - στίμμεᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | στίμμῐ | στίμμη - στίμμεᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στίμμει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | στιμμέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'στίμμι' όπως «στίμμι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- στίμμι < αρχαία αιγυπτιακή stm
![F21 [sDm] sDm](../I/hiero_F21.png.webp)
![G17 [m] m](../I/hiero_G17.png.webp)
![D4 [ir] ir](../I/hiero_D4.png.webp)
Ουσιαστικό
στίμμι ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή, κοσμετολογία) αντιμόνιο (με θείο, με το οποίο οι γυναίκες έβαφαν για καλλωπιστικούς λόγους τα μάτια τους)
Συγγενικά
- στιμμίζω / στιμίζω
- στίμμισμα
Πηγές
- στίμμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.