στίμη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η στίμη
      γενική της στίμης
    αιτιατική τη στίμη
     κλητική στίμη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στίμη < αγγλική steam

Ουσιαστικό

στίμη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.