στίμη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στίμη | ||
| γενική | της | στίμης | ||
| αιτιατική | τη | στίμη | ||
| κλητική | στίμη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
στίμη θηλυκό
- (αργκό) ο ατμός ως κινητήρια δύναμη ενός ατμόπλοιου καθώς και (συνεκδοχικά) η ταχύτητα πλεύσης του ατμόπλοιου
Μεταφράσεις
στίμη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.