σποροθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σποροθήκη οι σποροθήκες
      γενική της σποροθήκης των σποροθηκών
    αιτιατική τη σποροθήκη τις σποροθήκες
     κλητική σποροθήκη σποροθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σποροθήκη < σπόρος + -ο- + θήκη

Ουσιαστικό

σποροθήκη θηλυκό

  • (βοτανική) θήκη όπου υπάρχουν ή τοποθετούνται σπόροι
    Το μέγεθος και το πολύφυλλον των ανθών του, το λαμπρόν χρώμα των και η εις το κέντρον ευρισκομένη χρυσόστιλπνος σποροθήκη δίδουν εις αυτό θέα μεγαλοπρεπή. (*, 1835)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.