σποράγγειο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σποράγγειο | τα | σποράγγεια |
| γενική | του | σποράγγειου | των | σποράγγειων |
| αιτιατική | το | σποράγγειο | τα | σποράγγεια |
| κλητική | σποράγγειο | σποράγγεια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σποράγγειο < αγγλική sporangium < λατινική sporangium < σπορά + ἀγγεῖον (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
σποράγγειο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.