σπονδυλοδεσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπονδυλοδεσία | οι | σπονδυλοδεσίες |
| γενική | της | σπονδυλοδεσίας | των | σπονδυλοδεσιών |
| αιτιατική | τη | σπονδυλοδεσία | τις | σπονδυλοδεσίες |
| κλητική | σπονδυλοδεσία | σπονδυλοδεσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπονδυλοδεσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spondylosyndesis
Ουσιαστικό
σπονδυλοδεσία θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική διαδικασία κατά την οποία επιτυγχάνεται η σταθεροποίηση τμημάτων της σπονδυλικής στήλης με την τοποθέτηση μεταλλικών ή οστικών μοσχευμάτων
Συγγενικά
- σπονδυλαρθρίτιδα
- σπονδυλεξάρθρωση
- σπονδυλοπάθεια
- → και δείτε τις λέξεις σπόνδυλος και δένω
Πηγές
- σπονδυλοδεσία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.