σπονδυλοδεσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπονδυλοδεσία οι σπονδυλοδεσίες
      γενική της σπονδυλοδεσίας των σπονδυλοδεσιών
    αιτιατική τη σπονδυλοδεσία τις σπονδυλοδεσίες
     κλητική σπονδυλοδεσία σπονδυλοδεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπονδυλοδεσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spondylosyndesis

Ουσιαστικό

σπονδυλοδεσία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.