σπιουνάρω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
σπιουνάρω
<
σπιούνος
+
-άρω
Ρήμα
σπιουνάρω
(
λαϊκότροπο
)
άλλη μορφή του
σπιουνεύω
Κλίση
→
λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
σπιουνάρω
→
δείτε
τη
λέξη
σπιουνεύω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.