σπιθαμιαίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

σπιθαμιαίο

  1. σπιθαμιαίος, στην αιτιατική του ενικού

σπιθαμιαίο, ουδέτερο του σπιθαμιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.