σπηλαίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

σπηλαίο

  1. σπηλαίος, στην αιτιατική του ενικού

σπηλαίο, ουδέτερο του σπηλαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.