σπασίκλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπασίκλα οι σπασίκλες
      γενική της σπασίκλας
    αιτιατική τη σπασίκλα τις σπασίκλες
     κλητική σπασίκλα σπασίκλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπασίκλα < σπασίκλ(ας) +

Προφορά

ΔΦΑ : /spaˈsi.kla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπασίκλα

Ουσιαστικό

σπασίκλα θηλυκό

  1. (μειωτικό, αναφορά και στα δύο γένη) άλλη μορφή του σπασίκλας
  2. θηλυκό του σπασίκλας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.