σουνδανέζικα

Ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

σουνδανέζικα ουδέτερο μόνο στον πληθυντικό

  • γλώσσα ή ομάδα αυστρονησιακών γλωσσών που μιλιέται στην Ινδονησία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.