σοβαρεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σοβαρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος σοβαρεύω
Ρήμα
σοβαρεύομαι
- γίνομαι σοβαρός, σταματάω να αστεΐζομαι ή να κάνω χαζομάρες
- (κατ’ επέκταση) ωριμάζω ως άνθρωπος
Μεταφράσεις
σοβαρεύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.