σοβαρεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σοβαρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος σοβαρεύω

Ρήμα

σοβαρεύομαι

  1. γίνομαι σοβαρός, σταματάω να αστεΐζομαι ή να κάνω χαζομάρες
  2. (κατ’ επέκταση) ωριμάζω ως άνθρωπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.