σκυθρωπότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκυθρωπότης αἱ σκυθρωπότητες
      γενική τῆς σκυθρωπότητος τῶν σκυθρωποτήτων
      δοτική τῇ σκυθρωπότητ ταῖς σκυθρωπότησ(ν)
    αιτιατική τὴν σκυθρωπότητ τὰς σκυθρωπότητᾰς
     κλητική ! σκυθρωπότης σκυθρωπότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκυθρωπότητε
γεν-δοτ τοῖν  σκυθρωποτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκυθρωπότης < σκυθρωπό(ς) + -της

Ουσιαστικό

σκυθρωπότης, -ητος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.